- συναναπίπτω
- ΜΑ1. μετέχω σε δείπνο2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek